καταρκέσει

καταρκέσει
καταρκέω
to be fully sufficient
aor subj act 3rd sg (epic)
καταρκέω
to be fully sufficient
fut ind mid 2nd sg
καταρκέω
to be fully sufficient
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταρκώ — καταρκῶ, έω (Α) 1. είμαι πολύ επαρκής, είμαι πλήρως αρκετός («ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει», Ευρ.) 2. απρόσ. καταρκεῑ είναι αρκετό, φτάνει («καταρκεῑ τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀρκῶ «είμαι αρκετός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”